- λαμπτηροφόρος
- λαμπ-τηροφόρος, ον,A carrying lights,
παῖδες Socr.Rhod.1
J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παῖδες Socr.Rhod.1
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπτηροφόρος — λαμπτηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει λύχνο … Dictionary of Greek
λαμπτηροφόρους — λαμπτηροφόρος carrying lights masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)